τυχάρπαστος

τυχάρπαστος
-η, -ο
1. ο αρπαγμένος στην τύχη, όποιος τύχει, ο πρώτος τυχόντας: Σε τέτοια υπεύθυνη θέση δε θα βάλω τυχάρπαστο.
2. που αναδείχτηκε από την τύχη, από τις τυχαίες περιστάσεις και όχι από την ικανότητά του: Δεν έγινε με την αξία του, είναι τυχάρπαστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τυχάρπαστος — η, ο, Ν (για πρόσ.) αυτός που αναδείχθηκε από την τύχη και τις περιστάσεις και όχι με τις ικανότητές του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύχη + αρπάζω (πρβλ. ανεμ άρπαστος). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • οπορτουνιστής — ο θηλ. ίστρια ο καιροσκόπος, ο τυχάρπαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”