- τυχάρπαστος
- -η, -ο1. ο αρπαγμένος στην τύχη, όποιος τύχει, ο πρώτος τυχόντας: Σε τέτοια υπεύθυνη θέση δε θα βάλω τυχάρπαστο.2. που αναδείχτηκε από την τύχη, από τις τυχαίες περιστάσεις και όχι από την ικανότητά του: Δεν έγινε με την αξία του, είναι τυχάρπαστος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.